Σε έναν αγωνιστικό χώρο που δύσκολα μπορούσε να παιχτεί ποδόσφαιρο ο Παναιτωλικός γνώρισε την ήττα με 2-0 από τον ΠΑΟΚ και πλέον έχει ελάχιστες ελπίδες για πρόκριση στην επόμενη φάση του κυπέλλου.

Η  ρεβάνς της Τούμπας μετατράπηκε πλέον σε τυπική διαδικασία με τους Αγρινιώτες να έχουν ελάχιστες ελπίδες γνωρίζοντας δεύτερη εντός έδρας ήττα στη σειρά μέσα σε λίγες μέρες.

Δεν μπορεί να πει κανείς πολλά για το αγωνιστικό σκέλος και να ασκήσει κριτική στις δύο ομάδες, αφού οι ποδοσφαιριστές τους κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να κάνουν ακόμη και τα βασικά.

Για τους γηπεδούχους, οι περισσότεροι παίκτες τους κινήθηκαν σε ρηχά νερά. Δεν βρήκαν, όμως, τον τρόπο για να είναι απειλητικοί και στο τέλος πλήρωσαν δύο φορές στιγμιαίες αδράνειες της άμυνάς τους.

Πολύ δύσκολα θα μπορούσε να παιχτεί καλό ποδόσφαιρο σε αυτό τον αγωνιστικό χώρο και αυτό φάνηκε από πολύ νωρίς. Το γήπεδο ήταν αρκετά βαρύ, η μπάλα κολλούσε σε κάποια σημεία και ήταν αδύνατο για κάθε μία από τις δύο ομάδες να παίξουν γρήγορα και με συρτές πάσες. Ανάπτυξη ορθολογικά δεν μπορούσε να γίνει και έτσι ο ένας πόνταρε κατά κύριο λόγο στα λάθη του άλλου και στις στατικές φάσεις.

Μόλις στο 1′ οι φιλοξενούμενοι έχασαν μεγάλη ευκαιρία για να ανοίξουν το σκορ με τον Κυριακίδη να προλαβαίνει τον Κουλούρη και να τον σταματά σε μία φάση που ξεκίνησε από κακό γύρισμα του Μάκου, όταν η μπάλα κόλλησε στα νερά. Οι ποδοσφαιριστές έπρεπε να υπολογίζουν και αυτό και τους πήρε λίγα λεπτά ώστε να προσαρμοστούν στα δεδομένα.

Η απάντηση των γηπεδούχων ήρθε στο 9′ με τον Μύγα από κοντά να μη βρίσκει στόχο. Αυτή ήταν και η καλύτερη στιγμή τους στο αρχικό 45λεπτο, αφού στη συνέχεια έκαναν μόνο ένα σουτ με τον Ρότσα. Ούτε ο ΠΑΟΚ, όμως, μπόρεσε να απειλήσει και περιορίστηκε σε κάποια σουτ εκτός περιοχής. Το ματς ήταν ισορροπημένο και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω των πολλών λαθών και της έλλειψης ρυθμού.

Ελαφρώς βελτιωμένο ήταν το δεύτερο ημίχρονο, στο οποίο ο Παναιτωλικός μπήκε καλύτερα και είχε μία τελική με τον Μαρκόφσκι στο 48′. Ο Σέρβος ζητούσε συνεχώς την μπάλα ψηλά, όπου εκτιμούσε πως έχει πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων του, αλλά δεν είχε την κατάλληλη τροφοδότηση για να φανεί απειλητικός.

Ο ΠΑΟΚ προσπάθησε και πάλι να βρει διαδρόμους προς την αντίπαλη εστία, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό και έτσι το ματς κυλούσε στο 0-0 χωρίς αν έχει ευκαιρίες κάποια εκ των δύο ομάδων. Ο Ίβιτς ανακάτεψε την τράπουλα, έκανε πιο επιθετική την ομάδα του, αλλά οι παίκτες του δεν είχαν τις εμπνεύσεις για να δημιουργήσουν ρήγματα.

Τελικά ένα λάθος ήταν αρκετό για να ανοίξουν το σκορ οι «ασπρόμαυροι». Στο 77′ ο Λέοβατς έκανε μία φαινομενικά εύκολη σέντρα, όλη η άμυνα των «καναρινιών» σάστισε και ο Κίτσιου άνοιξε το σκορ. Έξι λεπτά μετά ο Μυστακίδης κέρδισε πέναλτι από τον Μύγα και στο 84′ ο Αθανασιάδης διαμόρφωσε το τελικό 0-2. Αυτό, μάλιστα, ήταν το πρώτο του γκολ μετά από πολύ καιρό και έτσι το πανηγύρισε πηγαίνοντας στον πάγκο, όπου τον αγκάλιασαν σχεδόν οι πάντες.

Διαιτητής της αναμέτρησης ήταν ο Ιωάννης Νεοφυτιάδης (Κορίνθου), βοηθοί του οι Κωνσταντίνος Ποντίκης (Πρέβεζας) και Γεώργιος Πασχάλης (Ηπείρου), ενώ τέταρτος ο Αλέξανδρος Κατσικογιάννης (Ηπείρου).

Κίτρινες: 38′ Λέοβατς, 42′ Μαλεζάς, 62′ Γλύκος, 86′ Μυστακίδης

ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ (Γιάννης Ματζουράκης): Κυριακίδης, Μύγας (87′ Μιχάι), Χαντάκιας, Ροντρίγκες, Τσοκάνης, Μάκος, Κουτρομάνος, Ρότσα (71′ Κλέσιο), Πάουλο (77′ Παπουτσογιαννόπουλος), Μουνιός, Μαρκόφσκι.

ΠΑΟΚ (Βλάνταν Ίβιτς): Γλύκος, Κρέσπο, Βαρέλα, Μαλεζάς, Λέοβατς, Τσίμιροτ, Πέλκας (64′ Κάτσε), Σάκχοφ (89′ Κάνιας), Κίτσιου, Μυστακίδης, Κουλούρης (46′ Αθανσιάδης).