Είναι στην Ελλάδα μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή γεμάτη τίτλους, επιτυχίες και πολλές δυσκολίες. Ο Λουτσιάνο ντε Σόουζα μέσω του Gazzetta, γυρίζει στα παιδικά του χρόνια στο Ρίο. Από εκεί ταξιδεύει στο Σάο Πάουλο, όπου τον γλίτωσε από τις κακοτοπιές και τον έκανε (ποδοσφαιρικά) άντρα.

Το όνειρο της Κορίνθιανς, η Σάντος και το θέλημα του Θεού να μην πάει στη Σερκλ Μπριζ. Ο Πανόπουλος που τον έφερε στην Ελλάδα και τον έδωσε δανεικό στον Πανιώνιο από υποχρέωση στον Μπέο. Ο Λούβαρης που τον… άδειασε αφήνοντας τον χωρίς ομάδα την τελευταία μέρα των μεταγραφών κι ο Μπάγεβιτς που του έσωσε την καριέρα.

Ο «Λούτσι» δεν ξεχνά εκείνους που τον βοήθησαν αλλά και όσου τον πλήγωσαν. Μεταξύ αυτών κι ο άλλοτε συμπαίκτης του Γιώργος Αμανατίδης.

Γυρίζοντας το χρόνο πίσω δεν γίνεται να μη θυμηθεί το λόγο που εξόργισε όσο τίποτα τον Τζιοβάνι και τον έκανε να θέλει να φύγει από το Λιμάνι, ενώ δεν ξεχνά τη συνύπαρξή του με τον Ρονάλντο στο ίδιο κέντρο φυσικοθεραπειών πριν από το Μουντιάλ του 2002!

Ο σπουδαίος Βραζιλιάνος, στη συνέντευξη της ζωής του στο Gazzetta!

Να ξεκινήσουμε με το θέμα που απασχολεί όλο τον πλανήτη, τον κορονοϊό. Κατ’ αρχάς είναι καλά οι δικοί σου στη Βραζιλία; Μαθαίνουμε ότι γίνεται χαμός εκεί…

«Το μόνο ευχάριστο μέσα σ’ αυτήν τη δύσκολη κατάσταση είναι ότι μέσα στην οικογένειά μου και εδώ και στη Βραζιλία δεν είχαμε κάποιο σοβαρό θέμα κι αυτό μας δίνει την ελπίδα ότι δεν έχουμε και μέχρι το τέλος αυτής της πανδημίας. Στεναχωριέμαι πραγματικά για τις ζωές που έχουν φύγει εδώ κι ένα 1,5 χρόνο που περνάμε αυτήν την κατάσταση. Πολλοί φίλοι μου έχουν χάσει τους γονείς τους, την παρέα τους. Παρόλο που μπορεί να είμαι μακριά, στεναχωριέμαι. Εύχομαι να το ξεπεράσουμε γρήγορα. Δεν πρέπει να παίζουμε με τη ζωή. Οφείλουμε να είμαστε υπεύθυνοι και προσεκτικοί»!

Γιατί έχει ξεφύγει τόσο πολύ η κατάσταση στη Βραζιλία;

«Είναι αυτό που είπα και πριν. Η υπευθυνότητα είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Πολλοί εκμεταλλεύονται τη δυσκολία που βλέπουν και γι’ αυτό νομίζω έχει ξεφύγει η κατάσταση. Η Βραζιλία, πάντως, είναι στις πρώτες χώρες που έχουν εμβολιαστεί».

Να μείνουμε στη Βραζιλία. Εκεί όπου ξεκίνησες να παίζεις ποδόσφαιρο. Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια;

«Τα θυμάμαι όπως κάθομαι τώρα απέναντί σου και μιλάμε. Θυμάμαι ότι στα παιδικά μου χρόνια ψάχναμε στους δρόμους διάφορα πράγματα για να φτιάχνουμε μια μπάλα. Μαζεύαμε παιδιά για να παίξουμε 3Χ3 στο δρόμο. Κουβαλούσαμε τούβλα για να φτιάξουμε τα γκολπόστ, μπαίναμε στα σχολεία για να μπορέσουμε να παίξουμε ποδόσφαιρο. Θυμάμαι που περίμενα να φύγει ο πατέρας μου για τη δουλειά του και να πάω να χτυπήσω την πόρτα των φίλων μου για να πάμε στο γήπεδο. Είναι πράγματα που και τώρα στα 48 μου θα ήθελα να ξαναζήσω. Μιλάω μέσα από την καρδιά μου. Πριν λίγες μέρες διάβασα και κάτι που ισχύει: “όταν μεγαλώνεις θες να γυρίσεις στα παιδικά σου χρόνια”. Ειδικά τώρα που η οικογένειά μου είναι στην Αθήνα και εγώ στο Αγρίνιο, κάθομαι μόνος μου και σκέφτομαι όλα όσα πέρασα μικρός. Απ’ όταν έφυγα από το Ρίο για το Σάο Πάολο για να αρχίσω την προσπάθειά μου ως ποδοσφαιριστής».

Πώς ήταν τότε η κατάσταση;

«Δεν θα σου πω ότι εγώ προσωπικά πέρασα δύσκολα. Δεν θα σου πω ότι ήμουν στο σημείο να μην είχα να φάω, αλλά δεν ήμουν και πλούσιος. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής σε σούπερ μάρκετ και άρρωστος με το ποδόσφαιρο. Ήταν προπονητής σε τοπικές ομάδες, εκεί έπαιζε κι ο πατέρας μου και ‘γω από 2-3 χρονών ήμουν στο γήπεδο μαζί του. Η ομάδα που ήταν προπονητής ήταν η Φεχοβιάριο. Η περιοχή ήταν η Φεχοβία, που σημαίνει γραμμές του τραμ. Ο πατέρας μου ήταν φανατικός οπαδός της Βάσκο ντα Γκάμα. Εγώ δεν πρόλαβα να παίξω στην ομάδα του. Ο αδερφός μου έπαιξε και έγινε αργότερα επαγγελματίας. Όλοι ήθελαν να παίξουν στην ομάδα του πατέρα μου. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά».

Ποια ήταν η πρώτη σου ομάδα ως παιδί;

«Ξεκίνησα στην ομάδα της περιοχής μου, τη Φλαμένγκο της Βόλτα Ρεντόντα. Αυτή η ομάδα έχει συμμετάσχει μέχρι και στη Γ’ Εθνική του Καριόκα. Μετά πήγα στη Βόλτα Ρεντόντα, ομάδα, από εκεί έχουν βγει σπουδαίοι παίκτες όπως ο Φελίπε Μέλο. Η πόλη μου πραγματικά έχει βγάλει πολλούς ποδοσφαιριστές που έχουν κάνει μεγάλη καριέρα στο ποδόσφαιρο. Εγώ έκατσα εκεί μέχρι τα 16. Τότε, είχα μπλέξει σε κακές παρέες και το μυαλό μου δεν ήταν μόνο στο πώς θα παίξω μπάλα.

Ο Θεός έβαλε το χέρι του κι ο πατέρας μου πήρε την απόφαση να με στείλει στον αδερφό μου, που είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο και ήταν στο Σάο Πάολο. Στη Βραζιλία αν δεν είσαι δυνατός και αποφασισμένος για κάποια πράγματα, παρασύρεσαι πολύ εύκολα. Τα ναρκωτικά κυκλοφορούν πολύ εύκολα. Το να μπεις να κλέψεις μια τράπεζα δεν ήταν πρόβλημα. Εγώ μεγάλωσα σε μια από τις πιο επικίνδυνες περιοχές και για μια περίοδο το να παίξω μπάλα δεν ήταν το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε».

Γιατί;

«Ε, όταν ακούς μόνο από τον πατέρα σου ότι είσαι καλός και δεν βλέπεις φως, 1-2 μέρες αν παρασυρθείς, μπορείς να βρεθείς μπλεγμένος και πολύ μακριά απ’ ό,τι είχες σχεδιάσει»

«Στην Σάο Ζοζέ με διάλεξαν αμέσως ανάμεσα από 3.000 παίκτες»

Και έτσι πας στο Σάο Πάολο.

«Πάω στο Σάο Πάολο, ο αδερφός μου είχε παντρευτεί, είχε ήδη μια κόρη και χρειαζόταν κάποιον να προσέχει το παιδί για να μπορούν να δουλεύουν με την γυναίκα του. Ο πατέρας μου τού είχε πει “θέλω να βοηθήσεις τον Λουτσιάνο γιατί αλλιώς θα τον χάσουμε”.

Ο αδερφός μου, κανόνισε να με δοκιμάσουν στην Σάο Ζοζέ, μια ιστορική ομάδα. Εγώ νόμιζα ότι θα ήταν εύκολο. Μπήκα σ’ ένα εργοστάσιο όπου ήταν το γήπεδο. Το Σάο Ζοζέ είναι μια πόλη, όπου εκεί υπάρχουν τα μεγαλύτερα εργοστάσια του πλανήτη (Kodak, BMW). Αυτές οι εταιρίες είχαν συνεργασία με την ομάδα. Όταν έφτασα στο γήπεδο είδα στην εξέδρα 3.000 άτομα που ήθελαν να δοκιμαστούν. Στην αρχή νόμιζα ότι είναι κόσμος που θα μας έβλεπε να παίζουμε. Όμως, ήταν παιδιά που κυνηγούσαν τον ίδιο στόχο με μένα.

Ο αδερφός μου πήγε σ’ αυτόν που ήταν υπεύθυνος και του είπε ότι με είχε φέρει για δοκιμή. “Ουέμπερ (σ.σ. το όνομα του αδερφού του Λουτσιάνο) γίνεται χαμός. Παίζουν οι ομάδες ανά μισή ώρα. Αν δεν μπορέσω να τον δω καλά σήμερα ή αύριο θα τον ξαναδώ”. Ο αδερφός μου με ρώτησε τί ήθελα. “Θα μπω”, του απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Πραγματικά την πρώτη μέρα, στο μισάωρο που έπαιξα, με διάλεξαν. Ο προπονητής εκείνος που με επέλεξε είχε το παρατσούκλι “μπογιόλα”, χοντρός δηλαδή. Ετσι, είπαν στον αδερφό μου ότι δεν ήταν ανάγκη να πάω ούτε το Σάββατο ούτε την Κυριακή. Τη Δευτέρα θα πήγαινα να παρουσιαστώ στο γήπεδο. Πραγματικά τρελάθηκα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Λέω από μέσα μου “μαλακίες μου λένε;”. Ήταν έτσι όμως.

Τη Δευτέρα πήγα και εντυπωσιάστηκα από το γήπεδο, ήταν πολύ ωραίο. Θυμάμαι και τα ρούχα που πήρα, η Σαν Ζοζέ φοράει μπλε και άσπρο κι η μάρκα που έντυνε την ομάδα ήταν η Tope, έντυνε και την εθνική Βραζιλίας. Μου έδωσαν μία τσάντα με ρούχα. Θυμάμαι ότι η ομάδα έδινε κι ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια όπου έμεναν τα παιδιά που έμεναν μακριά. Εκεί καθόμουν εγώ μόνο για να ξεκουραστώ από την πρωινή προπόνηση και μετά πήγαινα και στην απογευματινή. Τρώγαμε σε εστιατόριο.

Σ’ αυτά τα 4 δωμάτια έμεναν 40 άτομα και 6-7 άτομα τους είχαν επιλέξει να μένουν εκεί για να ξεκουράζονται».

Εκεί πώς ήταν τα πράγματα;

«Κοίτα να δεις, εκεί ήταν και οι επαγγελματίες παίκτες που δεν ήταν παντρεμένοι αλλά και από τη δεύτερη ομάδα. Υπήρχαν παιδιά απ’ όλες τις περιοχές. Δεν μπορείς να φανταστείς τί γινόταν. Ο ένας κοιμόταν στο κρεβάτι του άλλου. Ο ένας έκλεβε τον άλλον. Έπαιρναν ρούχα, λεφτά. Ήταν μια κατάσταση πολύ δύσκολη».

Αυτή η κατάσταση σε φόβισε;

«Εγώ δεν έμενα αλλά όπως είπα πήγαινα. Το είπα στον αδερφό μου και εκείνος μου είπε ότι θα ήταν καλύτερα να πηγαίνω για προπόνηση και μετά να επιστρέφω σπίτι και μετά πάλι στο γήπεδο. Επειδή ήμουν νέος εκεί, δεν ήθελε να μου χρεώσουν εμένα κάποια κλοπή. Ετσι, για έναν χρόνο έκατσα στο σπίτι του αδερφού μου, μέχρι που ήρθε στην ομάδα προπονητής ο Έμερσον Λεάο. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έχει παίξει σε τέσσερα Μουντιάλ και ήταν τερματοφύλακας της Βάσκο ντα Γκάμα. Ήταν το όνειρό μου να τον γνωρίσω. Ποτέ δεν περίμενα ότι αυτός ο άνθρωπος θα είναι εκείνος που θα άλλαζε τη ζωή μου».

Δηλαδή;

«Μια μέρα τελειώνει η προπόνηση της Β’ ομάδας στην οποία δεν θα έπρεπε να έπαιζα γιατί ήμουν ήδη πολύ μικρός. Ερχεται ο βοηθός του και μου λέει να είμαι στην προπόνηση της πρώτης ομάδας το απόγευμα. Τα πόδια μου τότε ήταν σαν το χέρι μου, ήμουν πολύ αδύναμος. Διάλεξε πέντε άτομα. Στο ζέσταμα, που το θυμάμαι όπως τότε, έκανα μια ενέργεια. Ο Λεάο ρώτησε για μένα το βοηθό του και έμαθε ότι παίζω 10άρι και στα άκρα. “Πες του να έρθει”, του είπε. Ο βοηθός του, στη συνέχεια, με πλησιάζει και μου λέει “7.30 αύριο να είσαι στα αποδυτήρια”. Μόνο σ’ εμένα είχε πει να πάω. Έκλαιγα από τη χαρά μου. Ο Λεάο μού είπε να πάω και στην απογευματινή προπόνηση, είχαν δίτερμα. Δεν το πίστευα, νόμιζα ότι μου κάνει πλάκα. Πήγα, λοιπόν κι ο βοηθός μου δίνει το φανελάκι για να πάω με τους βασικούς. Τότε δεν είχα ακόμη συμβόλαιο, δεν είχε σημασία. Του λέω “με κοροϊδεύεις;”, μου απαντάει “θέλεις;”. Κι έτσι έκανα την προπόνηση με τους βασικούς. Μετά έμαθα ότι ο αρχηγός ήταν τιμωρημένος για το ματς της Κυριακής και ο Λεάο με προόριζε για τη θέση του.

Το απόγευμα πήγα στο σπίτι και μου λέει ο αδερφός μου “τί έγινε; θα παίξεις την Κυριακή; Όλες οι τηλεοράσεις αυτό λένε”. Η Σάο Ζοζέ ήταν μια ομάδα που πριν έναν χρόνο είχε πάει τελικό με την Σάο Πάολο, ασχολούνταν μ’ αυτήν. “Είσαι έτοιμος;”, με ρώτησε ο αδερφός μου και ‘γω του απάντησα “που να ξέρω;”. Τελικά, έπαιξα, έβαλα ένα γκολ και έδωσα δύο ασίστ. Από εκείνη τη μέρα η ζωή μου άλλαξε τελείως. Τελείως. Μου είπαν μόνοι τους “θα παίρνεις αυτά τα χρήματα“».

Ο Λουτσιάνο στο Gazzetta

Θυμάσαι πόσα χρήματα κέρδιζες από το πρώτο συμβόλαιο που υπέγραψες;

«Μέχρι και που πήγα στην Κορίνθιανς δεν είχα συμβόλαιο, αλλά έπαιρνα αρκετά λεφτά για την ηλικία μου».

Πόσα;

«Αν θυμάμαι καλά ήταν 1.500 κρουζέιρος. Όταν πληρωνόμουν δεν ήξερα τί να κάνω τα λεφτά. Πήγαινα στο σπίτι που ήταν τα άλλα παιδιά και έδινα τα παλιά πράγματά μου ή αγόραζα και σε εκείνους πράγματα που θα ήθελαν».

Δεν είχες φύγει από το σπίτι;

«Όταν ήρθε ο Λεάο έβαλε τάξη και είπε ότι εκεί θα έμεναν μόνο οι επαγγελματίες και κάποιοι από τη δεύτερη ομάδα. Εβλεπαν ότι είχα μέλλον και με είχαν βάλει με τους επαγγελματίες. Φαγητό και σπίτι ήταν πληρωμένα. Ο Λεάο έκατσε μέχρι τέλος του πρωταθλήματος, έκατσα άλλη μια σεζόν και μετά έκανα τη μεταγραφή στην Κορίνθιανς. Είναι σαν να είσαι στον Λεβαδειακό και να παίρνεις μεταγραφή στον Ολυμπιακό».

Πώς έγινε η επαφή για να πας στην Κορίνθιανς;

«Ο Λεάο, τότε είχε πάει στην Παλμέιρας και προσπαθούσε να με πάρει. Η Σάο Ζοζέ χρειαζόταν λεφτά και έπρεπε να πουλήσει κάποιον παίκτη. Ξέρω ότι υπήρξαν και με την Βαλένθια, που είχε πάρει και την πρώτο σκόρερ της Σάο Ζοζέ, τον Τόνι. Από εκεί προέκυψε και το ενδιαφέρον τους για μένα. Μαζί του μόνο προπονήσεις είχα κάνει μαζί του. Εγώ δεν ήμουν ακόμη ούτε 18 ετών κι η Σάο Ζοζέ ζήτησε 400.000 δολάρια. Η Βαλένθια τα θεώρησε πολλά κι η Κορίνθιανς έδωσε 200.000 δολάρια και με πήρε δανεικό».

«Στο σπίτι της Σάο Ζοζέ ο ένας έκλεβε τον άλλον»

«Σαν να κοιμήθηκα στου Ζωγράφου και να ξύπνησα στις Μαλδίβες»

Στην Κορίνθιανς ποιους είχες συμπαίκτες;

«Τον Βιόλα που ήταν και με την εθνική στο Μουντιάλ του 1994, με τον Πάουλο Σέρτζιο, το Νέτο, τον αρχηγός της εθνικής Βραζιλίας, τον Μαρσελίνιο. Με πολλούς… ».

Πώς ήταν να παίζεις μαζί μ’ όλα αυτά τα ονόματα

«Ό,τι και να σου πω δεν θα καταλάβεις τί γινόταν. Τότε, στις προπονήσεις κάθε μέρα υπήρχα από 800 μέχρι 1.500 άτομα. Ανατρίχιαζες και μόνο που έμπαινες στο προπονητικό. Μετά την επιστροφή του Ρονάλντο, του “Φαινόμενου”, δημιουργήθηκε ένα άλλο αθλητικό κέντρο στην ομάδα. Η νοοτροπία εκεί είναι διαφορετική. Εξάλλου, μιλάμε για μια χώρα 200 εκατ. κατοίκων. Εδώ, με τον κύριο Μπάγεβιτς δεν υπήρχε ποτέ κόσμος στις προπονήσεις. Εκεί, ήταν 1.500 άτομα στην προπόνηση».

Πώς θυμάσαι το πρώτο σου ματς με την Κορίνθιανς;

«Στο πρώτο μου ματς, χάσαμε από τη Βάσκο ντα Γκάμα, που ήταν το ντεμπούτο του Εντμούντο. Εκείνη η ομάδα είχε δίδυμο στην επίθεση Εντμούντο-Μπεμπέτο. Ο Μπεμπέτο ότι είχε πάρει το Μουντιάλ. Θυμάμαι ότι εγώ δεν ξεκίνησα βασικός γιατί στην 11άδα ήταν ο Πάουλο Σέρτζιο. Μπήκα αλλαγή, χάναμε 0-3 μέσα στην έδρα μας. Όμως, μόλις μπήκα άλλαξε το ματς, παρόλο που χάσαμε 4-2. Από το επόμενο ματς άρχισα να παίζω βασικός και να έχω περισσότερες ευκαιρίες. Το να παίζω με όλα αυτά τα ονόματα ήταν κάτι που δεν μπορούσα να πιστέψω. Πανηγύριζα τα γκολ του Μπεμπέτο και τώρα τον είχα αντίπαλό μου. Ήταν σαν να έβλεπα όνειρο. Σαν να κοιμήθηκα στου Ζωγράφου και να ξύπνησα στις Μαλβίδες».

Οι θεραπείες μαζί με τον Ρονάλντο πριν από το Μουντιάλ του 2002

Με τον Ρονάλντο συναντήθηκες;

«Τον Ρονάλντο τον συνάντησα όταν έφυγα από τον Ολυμπιακό και πήγα στον ΠΑΟΚ. Ήταν πριν από το Μουντιάλ του 2002. Είχα κάνει μια εγχείρηση και πήγα για φυσικοθεραπείες. Είχα πει στον κύριο Μπάγεβιτς: “Μίστερ, πρέπει να πάω στη Βραζιλία για θεραπείες, θα γυρίσω πιο γρήγορα. Ετσι, πήγα στο ίδιο κέντρο που πήγαινε κι ο Ρονάλντο. Γινόταν χαμός τότε. Όλη η Βραζιλία είχε στραμμένο το ενδιαφέρον της πάνω του για να δει αν θα παίξει, επειδή είχε τραυματιστεί. Γι’ αυτό τότε είχε κάνει κι αυτό το κούρεμα, για να ασχολείται όσο το δυνατόν λιγότερος κόσμος μαζί του. Εκεί γνωριστήκαμε και μετά γνώρισα και την αδερφή του, που ήταν κολλητή του παιδιού που μου έκανε τις φυσικοθεραπείες. Είχαμε πάει στο σπίτι του Ρονάλντο».

Τί τύπος είναι;

«Κοίτα να δεις, εγώ είμαι πολύ περήφανος για όσα κατάφερα στην καριέρα μου, γιατί εγώ ξέρω τί έχω περάσει για να φτάσω εκεί που έφτασα. Όχι μόνο ο Ρονάλντο, αλλά κι ο Ροναλντίνιο και ο Νεϊμάρ και άλλοι παίκτες τέτοιου επιπέδου, μου έχουν δείξει πως όσο πιο ψηλά πάει κάποιος τόσο πιο απλός γίνεται. Εδώ στην Ελλάδα – μιλάω για την Ελλάδα γιατί εδώ ζω – βλέπω κάποια παιδιά που με τη συμπεριφορά τους με κάνουν να λέω “δεν είναι δυνατόν να έχουν τέτοια συμπεριφορά. Τί έχουν κάνει για να φέρονται έτσι;”. Αυτό που με ενοχλεί πάρα πολύ είναι ότι όσοι έχουν πετύχει τα πάντα, είναι τόσο απλοί κι αυτοί που δεν έχουν κάνει τίποτα έχουν μια απαράδεκτη συμπεριφορά».

Ο Ρονάλντο αγκαλιά με το Κύπελλο του Μουντιάλ το 2002

Τί ήταν αυτό που σου έκανε εντύπωση;

«Εμείς δεν είχαμε τη σχέση όπως αυτή που έχουμε εμείς τώρα. Δεν μιλούσαμε για ώρες… Κάναμε μαζί τρεις φορές την ημέρα φυσικοθεραπεία. Η μία ήταν στις 7 το πρωί, η άλλη στις 12 κι άλλη το απόγευμα. Μία μέρα, ήταν ακόμη πρωί, εγώ κοιμόμουν στο κρεβάτι, δεν είχα ξυπνήσει ακόμη καλά καλά… Ερχεται, λοιπόν, ο Ρονάλντο και όπως ήμουν ξαπλωμένος, με ξύπνησε. Την προηγούμενη μέρα είχαμε γνωριστεί μέσω του Φάμπι, του φυσικοθεραπευτή. Με ρώτησε “Τί έγινε; Ακόμη δεν έγινες καλά; Γυρίζω τον κοιτάζω και μου λέει “άντε σήκω να πάμε στην πισίνα”. Πολύ απλά ήρθε και μου μίλησε».

Τον ρώτησες τότε αν θα έπαιζε;

«Όχι. Κοίτα, γινόταν χαμός τότε. Εκείνος καθόταν ώρες στο κέντρο. Δεν ήταν τυχαία ο καλύτερος παίκτες, έκανε θυσίες. Τη μέρα που τον χαιρέτησα για να επιστρέψω στην Ελλάδα, του είπα:” Αύριο φεύγω, πάω στην Ελλάδα. Θα συναντήσω τον Γεωργάτο“. Εμεναν στην ίδια πολυκατοικία. Ανέβαιναν στα δέντρα από τις τηλεοράσεις, γιατί έψαχναν ένα πλάνο.

Αυτό θυμάμαι από τον Ρονάλντο και μια φανέλα του από τη Ρεάλ Μαδρίτης που μου έδωσε μέσω του Φάμπι. Πάνω σ’ αυτό θέλω να πω μια ιστορία που είναι σημαντική.

Τα Χριστούγεννα έλαβα ένα βίντεο με έναν “άρρωστο” οπαδό της Φλαμένγκο. Αυτός μένει στο Παρανά. Στην περιοχή εκείνη, υπάρχουν δύο ομάδες. Η Κοριτίμπα κι η Ατλέτικο Παραναένσε. Αυτό το παιδί έμεινε σχεδόν παράλυτο ύστερα από σύγκρουση οπαδών. Αυτός, όμως, δεν είχε καμία σχέση με το περιστατικό. Πήγαινε στο σπίτι του. Ενας φίλος μου, μου έστειλε το βίντεο αυτό. Μου ξεκαθάρισαν ότι δεν ήθελε χρήματα η οικογένεια, απλά το παιδί είναι φανατικός με το ποδόσφαιρο και το μόνο που ήθελε ήταν ένα μήνυμα από μένα. Να ακούσει ότι του μιλάει ο Λουτσιάνο. Συγκινήθηκα. Για μία εβδομάδα πραγματικά δεν ήξερα τί να κάνω. Φυσικά και απάντησα στο παιδί. Ο πατέρας του έκλαιγε. Το παιδάκι άκουγε τη φωνή μου και… τρελαινόταν εκείνη την ώρα.

Ήθελα να βοηθήσω αυτό το παιδί, παρόλο που δεν μου ζήτησε τίποτα. Ετσι, ζήτησα από το φίλο μου να πάει στο πατρικό μου και να ζητήσει από την αδερφή μου τη φανέλα του Ρονάλντο . Δεν ξέρω πόσα χρήματα μαζεύτηκαν αλλά πάνω στο όνομα του Ρονάλντο έγινε κάτι καλό».

Κεφάλαιο «Ελλάδα». Πώς ήρθες στην Ξάνθη;

«To Mάιο του 1995 ήμουν στο Βέλγιο για τη Σερκλ Μπριζ. Μου είπαν να πάω εκεί και έτσι πριν τη γέννηση του γιου μου, Λούκας, ήμουν εκεί. Ήταν σίγουρα πριν τις 29 του μήνα, αλλά δεν θυμάμαι ακριβώς το πότε. Εντυπωσιάστηκα από το αθλητικό κέντρο της ομάδας. Μου έδειξαν το σπίτι που θα έμενα και ήταν όλα πάρα πολύ ωραία.

Τότε είχα κάνει μια επέμβαση στη μέση. Ο γιατρός της ομάδα, όμως, δεν υπέγραφε για τη μεταγραφή. “Δεν παίρνω την ευθύνη, αυτό το παιδί μόλις που έχει εγχειριστεί, είναι πάρα πολλά τα λεφτά που πρέπει να δώσουμε”, είχε πει. Ετσι με έβαλαν να κάνω κάποια τεστ. Μου ζήτησαν να παίξω ένα ματς στο πρωτάθλημα που συμμετείχε η Β΄ ομάδα. Υπήρχε αυτή η δυνατότητα.

Είχα παίξει στη Σάντος. Τότε, είπα στον Ελβετό μάνατζερ, που έκανε τη μεταγραφή: “Ζαν Πιέρ, τί μου λέτε; Μου είχατε πει ότι όλα είναι έτοιμα”. Ήμουν όμως πολύ αποφασισμένος. Πήγα τρελαμένος στο ξενοδοχείο. Εκεί είπα στον Ζαν Πιέρ: “Θα παίξω για σένα, δεν έχω να χάσω τίποτα”. Εγώ πάντα πίστευα στον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι παίζαμε με μια ομάδα που δεν θυμάμαι καν το όνομά της. Από το χιόνι και το κρύο η μύτη μου έτρεχε αίμα. Πολύ κρύο. Αλλά έκανα ένα παιχνίδι… Εβαλα μια γκολάρα! Ο πρόεδρος της ομάδας μπήκε μέσα στο γήπεδο και με σήκωσε αγκαλιά. Αυτός ήξερε τί έπαιρνε. Ήταν να σαν να λέει στους άλλους του Διοικητικού Συμβουλίου: “Κοιτάξτε τί σας φέρνω και εσείς μου κάνετε μ@λ@κιες”.

Μετά απ’ αυτό μου ζήτησαν να κάνω κι ένα τεστ στο ποδήλατο, αλλά δεν ήταν γραφτό να πάω στο Βέλγιο. Γέννησε η τότε γυναίκα μου και μετά έμαθα ότι η Ξάνθη είχε καταθέσει 200.000 δολάρια για να με αγοράσει. Για την Ελλάδα το μόνο που ήξερα ήταν ότι είχε ωραία νησιά. Όταν έφτασα στην Ξάνθη είπα: “Παιδιά που έχω έρθει;”. Τότε, η ομάδα, δεν είχε το αθλητικό κέντρο που έχε σήμερα.

Θυμάμαι ότι ο κόσμος και όλοι γενικά στην ομάδα είχαν εντυπωσιαστεί από τα φιλικά που με έβλεπαν. Μόλις ξεκίνησε το πρωτάθλημα όμως, μετά από 4 μήνες, ήρθαν να μου πουν ότι δεν κάνω για την Ξάνθη κι ότι έπρεπε να πάω δανεικός. Προπονητής ήταν ο Βασίλης Δανιήλ. “Είσαι μικρούλης, δεν αντέχεις στη δύναμη”, μου είπαν».

«Όταν πήγα στην Ξάνθη έλεγα “πού έχω έρθει;”»

«Όταν με έστειλαν στην Καστοριά, κοιτούσα το χιόνι και έκλαιγα ασταμάτητα»

Τελικά, πήγες στην Καστοριά.

«Με έστειλαν στην Καστοριά. Για μία εβδομάδα δεν ήξερα τί να κάνω. Είχα το γιο μου έξι μηνών. Τα λεφτά που θα έπαιρνα στην Ξάνθη για έναν χρόνο, θα τα έπαιρνα εκεί σε έξι μήνες. Όμως, δεν με ενδιέφεραν τα λεφτά.

Για έναν μήνα έκλαιγα ασταμάτητα. Έλεγα: “Γιατί Θεέ μου, τί έχω κάνει;”. Κοιμόταν το μωρό και εγώ πήγαινα σε άλλο δωμάτιο, κοιτούσα το χιόνι να πέφτει από τη τζαμαρία και έκλαιγα. Είχα πάρει Κύπελλο στη Βραζιλία, ήταν να παίξω για την εθνική και ξαφνικά ήμουν στην Καστοριά. Μιλούσα με το Θεό. Ήμουν σε μια ομάδα που δεν είχαμε πού να κάνουμε προπόνηση, δεν είχαμε ρούχα. Το μόνο καλό ήταν ότι το γήπεδο που έπαιζε η ομάδα ήταν φανταστικό. Το χειμώνα, πηγαίναμε στα χωριά με το χιόνι να είναι μέχρι το γόνατο. Πέρασε ο ένας μήνας και κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο εκτός από το να αποδείξω ποιος είμαι κι ότι έκαναν λάθος στην Ξάνθη που με έδιωξαν. Μέσα στο χιόνι, όταν οι άλλοι ήταν μέσα στο πούλμαν, εγώ ήμουν έξω και έκανα σουτ, εκτελούσα φάουλ… Η ομάδα, τελικά, ανέβηκε στην Α’ Εθνική με δικό μου γκολ στο 95′ στο γήπεδο της Αναγέννησης Κολινδρού. Νικήσαμε 0-1. Όταν γύρισα στην Ξάνθη έπαιξα έναν χρόνο και μετά με πούλησαν στον Ολυμπιακό».

Στην Ξάνθη έπαιξες με προπονητή τον Μαντζουράκη.

«Ο κύριος Γιάννης ήρθε στην Ξάνθη σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή. Εγώ είχα γυρίσει αποφασισμένος. Αρχικά, προπονητής ήταν ο Κουρτ Γιάρα. Κάποια στιγμή αυτός λέει “δεν τον θέλω”. Πάμε να παίξουμε ένα ματς με την Καβάλα και χάναμε 3-0. Μπαίνω μέσα, βάζω μια γκολάρα και κάνω το 3-1 – πέρασα και τον τερματοφύλακα και λέω από μέσα μου “ρε πλάκα μου κάνετε και δεν παίζω;”. Τελικά, χάσαμε 5-2. Εκείνη τη μέρα έφυγε ο Γιάρα και ήρθε ο Ματζουράκης. Το πρώτο του ματς είναι Ξάνθη-Καστοριά. Περίμενα ότι θα παίξω, αλλά και εκείνος με είχε στον πάγκο. Με το σκορ να είναι στο 6-0 υπέρ μας, ούτε τότε με έβαλα. Σηκώθηκα και έφυγα από τον πάγκο. Ήρθε και μου μίλησε όμως. “Δεν είσαι έτοιμος να παίξεις. Δεν σας ξέρω όλους, τώρα ήρθα. Θα παίξεις”, μου είπε. Μετά άρχισε να με βάζει και να παίζω…».

«Περισσότερο βοήθησα τον Πανόπουλο απ’ ότι με βοήθησε»

Ο Πανόπουλος τί τύπος ήταν; Είχε άποψη σ’ όλα αυτά;

«Δεν έχω μιλήσει ποτέ γι’ αυτό. Δεν είπα ποτέ την πραγματικότητα. Πιστεύω ότι τον Πανόπουλο τον βοήθησα περισσότερο εγώ απ’ ότι βοήθησε εκείνος εμένα, γιατί εκείνος πλήρωσε και με πήρε από τη Βραζιλία και μετά με άφησε να με δώσουν δανεικό. Γύρισα και μετά πήγε να με δώσει πάλι δανεικό. Με έδωσε στον Ολυμπιακό, αλλά πήρε λεφτά από μένα. Δεν ξέρω πόσα πήρε, δεν θυμάμαι.

Τη χρονιά 2004-2005 με πήρε τηλέφωνο και με έφερε ξανά στην Ξάνθη, ενώ ήμουν στην Πορτουγκέζα. Τότε αναδείχτηκα καλύτερος ξένος του πρωταθλήματος, ήμουν πρώτος σκόρερ με 17 γκολ. Την επόμενη σεζόν, κάποια στιγμή το Δεκέμβριο, έπρεπε να σταματήσω γιατί είχα πρόβλημα στους κοιλιακούς. Εκείνη τη στιγμή ήμουν πρώτος σκόρερ με έξι γκολ, ενώ ο Λαμπριάκος είχε ένα.

Στο διάστημα αυτό που ήμουν εγχειρισμένος, με κάλεσαν για νέο συμβόλαιο. Πέντε μέρες μετά ήμουν σ’ ένα μαγαζί με την οικογένειά μου για φαγητό, μαζί κι ο Έμερσον. Μου έβαλαν 5.000 ευρώ πρόστιμο χωρίς λόγο. Μου είπαν ότι χόρευα ενώ είχα ράμματα».

«Την άλλη μέρα μού λέει “πας δανεικός στον Πανιώνιο“. Μου είπαν να πάρω τηλέφωνο τον Πανόπουλο. Δεν τον πήρα. Τελικά, μου τηλεφώνησε ο Πιαλόγλου και μου είπε ότι έπρεπε να μιλήσω μαζί του. Στο τηλεφώνημα μου είπε: “Πρέπει να πας στον Πανιώνιο, έχω υποχρέωση στον Μπέο και πρέπει να τον βοηθήσω”. Τότε εγώ είχα ράμματα και ήμουν 34 ετών στα 35. Δεν ήθελα να πάω στον Πανιώνιο. Μισή ώρα μετά με πήρε πάλι τηλέφωνο και μου είπε: “Σου είπα ότι έχω υποχρέωση αλλά δεν είσαι υποχρεωμένος να πας. Μιλήστε όμως και δείτε τί θέλετε”. Αργότερα με πήρε ο κύριος Μπέος τηλέφωνο και μου είπε: “Έρχομαι Ξάνθη να μιλήσουμε”. Εγώ λόγω της κατάστασής μου του είπα ότι δεν μπορούσα να βοηθήσω. Είχα 16 ράμματα. Ο Μπέος επέμενε. “Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις, σε εμπιστεύομαι”, μου είπε.

Ζήτησα από τον Έμερσον τη γνώμη του. Εκείνος τότε φεύγει. Πάει στα γραφεία της ομάδας και τους λέει: “Αν φύγει ο Λουτσιάνο, φεύγω κι εγώ”. Ο Πανόπουλος, όμως, είχε πρόταση για τον Εμερσον από την ΑΕΚ. Τον βόλευε αυτή η κατάσταση. Για τον Εμερσον ήταν καλά όμως, θα πήγαινε στην ΑΕΚ του Σάντος.

Ο Λουτσιάνο πανηγυρίζει γκολ του με τον Πανιώνιο

Τελικά, ήρθε ο Μπέος. Του ζήτησα πολλά παραπάνω χρήματα απ’ όσα είχε στο μυαλό του να μου δώσει, γιατί πίστευα ότι δεν θα μπορώ να βοηθήσω. Δεν μπορώ να κοροϊδέψω κανέναν, γι’ αυτό και με αγαπάει ο κόσμος. Εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσα να βοηθήσω, ήμουν ακόμη με ράμματα. Ο Μπέος ό,τι του ζήτησα μού το έδωσε. Ο Έμερσον με κοιτούσε, ήξερε ότι ήταν πολλά τα χρήματα για τέσσερις μήνες. Τότε είπα “Οκ”. Όμως, ζήτησα τα μισά λεφτά μπροστά και ήθελα και μια επιταγή από τον Πανόπουλο. Ετσι, έγινε και πήγα στον Πανιώνιο.

Σε 12 ματς στον Πανιώνιο έβαλα 10 γκολ. Δεν είναι εύκολο αυτό για έναν άνθρωπο στα 35 του και σε μια ομάδα που έπεφτε. Ο Πανιώνιος ήταν προτελευταίος. Το πρώτο ματς ήταν με τον Ολυμπιακό στη Νέα Σμύρνη. Εκεί, όμως, ανανεώθηκα ποδοσφαιρικά. Παραλίγο να βγούμε και Ευρώπη με την ομάδα. Μετά, δεν έγινε καμία πρόταση για ανανέωση γιατί ο Μπέος ήθελε να πουλήσει την ομάδα. Ετσι, κατέληξα στον Ατρόμητο. Εκεί πέρασα πάρα πολύ ωραία. Εμεινα δύο χρονιές εκεί, ήμουν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας παρόλο που ήμουν σε μεγάλη ηλικία. Κι αν δεν είχα τραυματιστεί στα τελευταία ματς, δεν θα είχαμε πέσει κατηγορία. Το ήξερε κι ο κύριος Σπανός. Στα τελευταία πέντε ματς, που έλειπα, δεν νικήσαμε ούτε ένα».

Ο κύριος Σπανός τί άνθρωπος είναι;

«Εγώ ποτέ δεν έδωσα το δικαίωμα να έχει κανείς παράπονο από μένα. Ποτέ! Και στις προπονήσεις και στα παιχνίδια έδινα πάντα τον καλύτερό μου εαυτό. Δεν θα σας πω ότι δεν έβγαινα. Όμως, ήξερα τα όριά μου. Θα πήγαινε στην προπόνηση και στον αγώνα και θα έκανα ό,τι έπρεπε. Στα 30 ματς του πρωταθλήματος δεν ήμουν ο καλύτερος παίκτης σε όλα, αλλά σε όλα φώναζα “παρών”. Και με τους προέδρους που έχω συνεργαστεί, ήμουν πάντα κύριος. Δεν έδωσα την αφορμή σε κανέναν να μου πει “δεν σε πληρώνω”».

Ο Λουτσιάνο με τον Ατρόμητο

«Ο Πανόπουλος με έστειλε στον Πανιώνιο από υποχρέωση στον Μπέο»

«Όταν υπέγραφα στον Ολυμπιακό, ο ατζέντης μου μιλούσε με την ΑΕΚ»

Πώς προέκυψε ο Ολυμπιακός;

«Το όνειρο του κάθε παιδιού είναι να παίξει σε μια μεγάλη ομάδα, στο υψηλότερο επίπεδο. Στο Champions League. Όταν ήρθα στην Ελλάδα πέρασα πολύ δύσκολα όπως είπα. Το 1998 πριν τελειώσει το πρωτάθλημα, ο κύριος Πανόπουλος μου έλεγε ότι είχε προτάσεις από τις καλύτερες ομάδες στη χώρα. Ετσι τους απέδειξα ότι έκαναν λάθος μαζί μου. Ο Θεός είναι αυτός που ξέρει κι αυτός μας καθοδηγεί. Ετσι έγινε και στην περίπτωσή μου και πήγα στον Ολυμπιακό».

Σε ήθελαν κι άλλες ομάδες, δηλαδή;

«Ναι. Θυμάμαι ότι υπέγραψα στον Ολυμπιακό στο “Αρμονία” στη Βουλιαγμένη. Ο μάνατζερ, που με έφερε στην Ελλάδα, ο Βασίλης Μπέρτος με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι μιλούσε με την ΑΕΚ για καλύτερα χρήματα.

Από την αρχή του είχα πει να κινηθεί γιατί θα έφευγα. Δεν ήθελα να μείνω στην Ξάνθη από τη στιγμή που γύρισα από την Καστοριά. Εκείνος δεν μου έδωσε σημασία, το μόνο που μου έλεγε ήταν “tranquillo” (ήρεμα). Ενδιαφέρον υπήρχε και από ΠΑΟΚ και από Παναθηναϊκό, αλλά πρόταση υπήρχε μόνο από τον Ολυμπιακό».

O Λουτσιάνο πανηγυρίζει γκολ του με την Βέροια

Ο Λούβαρης σε πήρε τηλέφωνο;

«Είχαμε αγώνα με τον Ιωνικό στην Αθήνα. Εκεί ήρθε ο κύριος Πιαλόγλου και μου είπε να ετοιμαστώ για να πάω στο σπίτι του κύριου Πανόπουλου. Ήταν επείγον. Πήγα λοιπόν στο σπίτι του και εκεί με ρώτησε αν ήθελα να μείνω. Εγώ του απάντησα ότι ήθελα να με αφήσει να πάω στη μεγαλύτερη ομάδα του κόσμου. Όταν του είπα πόσα ήθελα για να μείνω έβαλε τα γέλια».

Πόσα του ζήτησες;

«150.000 δολάρια το χρόνο. Το 1995, ειδικά για την Ξάνθη, 450.000 δολάρια για τρία χρόνια ήταν πολλά τα λεφτά. Ετσι, ο Πανόπουλος, μου λέει “αν στα δώσει ο Ολυμπιακός αυτά τα λεφτά πας;”. Του απάντησα ότι πάω. Εκεί μου είπε: “Έχω πρόταση για σένα από τον Ολυμπιακό αλλά πρέπει να υπογράψεις τώρα”. Τότε ζήτησα 10 λεπτά για να πάω στην τουαλέτα, να προσευχηθώ. Αυτά, μέχρι σήμερα, τα ήξερε μόνο η γυναίκα μου. “Θεέ μου αν είναι το θέλημά σου να πάω στον Ολυμπιακό, θα πάω. Αν δεν είναι δεν θα πάω”, είπα.

Πήγα, λοιπόν, στην τουαλέτα, επέστρεψα και ζήτησα 3-4 πράγματα ακόμα. Πήρε τηλέφωνο τον κύριο Λούβαρη. Εκείνος αρχικά είπε ότι είναι πολλά, αλλά δέχτηκε. “Πες του να έρθει να υπογράψει”, είπε ο Λούβαρης. Δεν με κορόιδεψε ο Πανόπουλος. Όταν πήγα στα γραφεία του Ολυμπιακού, ο κύριος Λούβαρης μού είπε “ξεφεύγουμε, αλλά άντε…”. Ετσι, υπογράψαμε. Πήγαμε και στη φιέστα εγώ κι ο Άντζας .Όλα τ’ άλλα μετά ήταν ένα όνειρο, γιατί τα καλά ήταν περισσότερα από τα κακά τα όσα έζησα στον Ολυμπιακό. Εζησε στιγμές που αν είχα πάει πάει κάπου αλλού δεν θα είχα πετύχει».

Ο Ολυμπιακός είναι, δηλαδή, το highlight της καριέρας σου;

«Στην Ευρώπη ναι. Η Κορίνθιανς, η Σάντος, η Ιντερνασιονάλ είναι κορυφαίες ομάδες στην Βραζιλία. Είναι το όνειρο κάθε παιδιού στη χώρα μας να παίξει εκεί. Και εγώ έπαιξα εκεί. Δεν ήμουν απλά μέλος της ομάδας. Πρωταγωνίστησα. Ο Ολυμπιακός ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Επαιξα στο Champions League και συνάντησα πάλι τον Τζιοβάνι, με τον οποίο ήμασταν μαζί στη Σάντος».

Ο Μπάγεβιτς ήταν ο πρώτος προπονητής σου στον Ολυμπιακό. Ήταν τόσο αυστηρός όσο έλεγαν;

«Ο κύριος Μπάγεβιτς με διάλεξε. Σε μένα τα περισσότερα που έκανε ήταν καλά παρά κακά. Τώρα που δουλεύω ως προπονητής, μπορώ να πω ότι έχω πάρει πολλά στοιχεία από εκείνον. Αν είχε δίπλα του ανθρώπους που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν περισσότερο, θα ήταν ακόμα καλύτερος. Στο κομμάτι της οργάνωσης, με την προσωπικότητά του και τη σοβαρότητά του με έκανε να θέλω να τον ακολουθήσω».

Πώς θυμάσαι το πρώτο σου ματς στον Ολυμπιακό;

«Ήταν ένα ματς με την Ανόρθωση για τα προκριματικά. Είχα ένα γκολ και μία ασίστ στον Γιαννακόπουλο. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ περίεργη. Εγώ θα έκανα ντεμπούτο εκείνη την εβδομάδα. και κάποιοι παίκτες είχαν δημιουργήσει ένα κλίμα του στιλ “ποιος είναι αυτός και θα παίξει βασικός κατευθείαν και όχι εμείς που είμαστε χρόνια;”. Εγώ το κατάλαβα. Είμαι πολύ ήρεμος και προσπαθώ να κρατηθώ. Αν θα μπω σε έναν καβγά ή θα πάω για να τον διαλύσω τον άλλον ή για να φάω πολύ ξύλο. Ετσι έχω μάθει. Θυμάμαι ότι και στο ζέσταμα έλεγαν: “Θα παίξει αυτός;”. Υπήρχαν τότε κι άλλοι ξένοι αλλά δεν υπήρχε άλλος Βραζιλιάνος. Εγώ μιλούσα πιο πολύ με τον Παρασκευά τον Άντζα».

Δηλαδή δεν σε ήθελαν οι συμπαίκτες σου;

«Δεν με ήθελαν γιατί πίστευαν ότι θα τους “φάω” τη θέση, αλλά εγώ είχα πάει εκεί για να βοηθήσω. Τελικά είχαμε τρομερή κατάληξη, έβαλα και γκολ, έδωσα την ασίστ και το πιο σημαντικό είναι ότι περάσαμε στους ομίλους».

Ο Λουτσιάνο στο ματς με την Ανόρθωση

Πώς θυμάσαι τον αποκλεισμό από τη Γιουβέντους, λόγω του αέρα;

«Όλοι παίζαμε με πολύ καλή ψυχολογία και βλέπαμε όλα τα ματς με τον ίδιο σεβασμό. Με τον κύριο Μπάγεβιτς έπαιζε ο καλύτερος. Σε έβαζε να παίξεις και από εκεί και πέρα εσύ αποφάσιζες αν ήθελες να παίξεις. Διαφορετικά θα σε έκανε στην άκρη. Και καλά έκανε, γιατί ο Ολυμπιακός είναι μεγάλη ομάδα. Πρέπει να είσαι έτοιμος για να παίξεις. Γι’ αυτό λέω ότι η προσωπικότητα του Μπάγεβιτς με βοήθησε πολύ. Δεν με ρώτησε ποτέ “Λουτσιάνο είσαι έτοιμος; Τρως;”. Όχι. Πήρε τη φανέλα, μου την έδωσε και με έβαλε να παίξω. Ο παίκτης πρέπει να καταλάβει ότι εκείνος διάλεξε να γίνει επαγγελματίας. Ετσι έκανε ο κύριος Μπάγεβιτς με πολύ ωραίο τρόπο. Κατάφερε να μας κάνει να παίζουμε όλοι με καλή ψυχολογία».

Φαντάζομαι ότι μετά στα αποδυτήρια η ψυχολογία όμως δεν ήταν καλή. Ειδικά του Ελευθερόπουλου.

«Ο “Ελέ” είχε κάνει καλές χρονιές. Εκείνο το λάθος πόνεσε πάρα πολύ. Τους φιλάθλους, τον ίδιο και εμάς τους ίδιους γιατί αν δεν δεχόμασταν εκείνο το γκολ, θα πετυχαίναμε κάτι ανεπανάληπτο για το σύλλογο. Μπορεί να προχωρήσουμε και παραπάνω, δεν το ξέρουμε. Ο Δημήτρης ήταν πολύ στεναχωρημένος, τα παιδιά όμως τον αγκαλιάσαμε και του είπαμε ότι αν δεν το έκανε εκείνος, μπορεί να το έκανε κάποιος άλλος. Στεναχωρηθήκαμε πάρα πολύ, γιατί πιστέψαμε ότι μπορούσαμε να πάμε παραπάνω. Θυμίζω ότι η Γιουβέντους τότε είχε τεράστια ομάδα. Δεν παιζόταν».

«Δεν με ήθελαν, πίστευαν ότι θα τους “φάω” τη θέση»

Ο Ζε Ελίας μάτωνε τα καλάμια του Αμανατίδη, του έκανε ποδιές ο Καστίγιο

Ποιο ευρωπαϊκό ματς θυμάσαι πιο χαρακτηριστικά;

«Η πρόκριση στο Ζάγκρεμπ. Ο καιρός, δεν είχαμε παπούτσια τα κατάλληλα παπούτσια για να παίξουμε πάνω στο παγωμένο γρασίδι. Μπήκαμε στο γήπεδο για να κάνουμε προπόνηση. Γλιστρούσε ο Τοχούρογλου με τα εξάταπα. Ποδοσφαιρικά αυτό που έζησα εκείνο το βράδυ δεν μπορώ να το ξεχάσω».

Θυμάσαι κανένα απρόοπτο από τους πανηγυρισμούς;

«Ο Φέλιξ Αμποάγκουε, στο αεροπλάνο της επιστροφής και τραγούδησε στον Μπάγεβιτς. Δεν το περίμενε κανείς. Εκεί που ξεκουραζόμασταν όλοι, ο Φέλιξ, σηκώθηκε και τραγουδούσε “είναι τρελός ο Μπάγεβιτς”. Χαμός. Δεν ξέρω αν το θυμούνται τ’ άλλα παιδιά».

Ποιος ήταν ο πιο πλακατζής στου Ρέντη;

«Ο “Τοχού” (Τοχούρογλου) έκανε πάρα πολλές πλάκες. Όλη την ώρα έκανε πλάκες. Θυμάμαι ότι μας άρεσε να κάνουμε πλάκες στον Αμανατίδη. Στις προπονήσεις χωριζόμασταν σε ομάδες 5-2 ή 6-2. Στη δική μου ήταν οι Άντζας, Πατσατζόγλου, Τζιοβάνι, Ζε Ελίας, Αμανατίδης και Καστίγιο. Ο Αμανατίδης μου έλεγε να πω στον Ζε Ελίας “κοίτα πώς έχει κάνει το καλάμι μου. Ο Ζε Ελίας βαρούσε πραγματικά τον Καστίγιο και τον Αμανατίδη. Ξεπερνούσε τα όριά του. Ο Καστίγιο ήταν παικταράς, ήταν τεχνίτης. Έκανε ποδιές. Ο Ζε Ελίας όμως δεν σήκωνε πλάκες. Ήθελε να κάνει πλάκες αλλά όχι να του κάνουν. Ο Νέρι ήταν μικρός, ορεξάτος και πολύ ταλαντούχος. Πραγματικά ξεχωριστό ταλέντο. Πολλές φορές είχα φτάσει στο σημείο να του “βάλω χέρι”. Το καλάμι του Αμανατίδη έβγαζε αίμα».

Ζε Ελίας, Τζιοβάνι, Λουτσιάνο, Καστίγιο

Σ’ εσένα και στον Τζιοβάνι έκανε τέτοια μαρκαρίσματα;

«Κοίτα, αμυντικό χαφ με την τεχνική του Ζε Ελίας πολύ λίγοι είχαν».

Ο κόσμος τον θυμάται όμως περισσότερο για το ότι «έδερνε».

«Ο Ζε Ελίας έπαιξε για πολλά χρόνια futsal. Νεϊμάρ, Ρομπίνιο… Όλοι αυτοί, έχουν περάσει από το ποδόσφαιρο σάλας. Ο Ζε Ελίας έκανε τρομερά πράγματα με την μπάλα. Ήξερε και να βαράει. Δεν το έκανε εσκεμμένα, έτσι ήταν ο τρόπος που έπαιζε. Αυτά που έκανε όμως για καθαρό 6άρι, δύσκολα τα βλέπεις σε άλλο αμυντικό χαφ. Πες μου ένα 6άρι που είναι αριστεροπόδαρος και κάνει ποδιά. Ο Εμερσον ήταν τεχνίτης επίσης. Είναι κι ο μοναδικός Βραζιλιάνος που φοράει 45 νούμερο παπούτσι. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος. Ο Αντριάνο 100% φοράει 42-43. Για να έχει τέτοιο σουτ δεν μπορεί να φοράει 45. Θα έβρισκε χώμα όταν σούταρε».

Εσύ τί νούμερο φοράς;

«38-39. Βραζιλιάνος με καλό σουτ δε φοράει 45 νούμερο».

Ο Τζόρτζεβιτς;

«Από τον Πανηλειακό, έγινε το παιδί που τον λάτρεψε όλος ο κόσμος. Ήταν πολύ έξυπνος. Ο Τζόλε είχε τη δύναμη να παίζει όλη τη γραμμή και είχε φτάσει στο σημείο να τον μαρκάρουν και να μη μαρκάρει. Τα μπακ τον φοβόντουσαν, δεν ανέβαιναν όταν τον είχαν απέναντί τους. Αν τον άφηνες ελεύθερο έτρεχε όλο το γήπεδο».

Λένε ότι κάπνιζε…

«Ο Τζόλε είναι το παράδειγμα των ποδοσφαιριστών που δεν επηρεάστηκαν από το τσιγάρο. Μιλάω με όλη την αγάπη και το ξέρει. Ετσι κι ο Έμερσον. Του άρεσε να πίνει. Την άλλη μέρα όμως στην προπόνηση… έριχνε γύρους στους άλλους παίκτες. Μετά το παιχνίδι, όταν οι άλλοι ήθελαν ξεκούραση, παίκτες όπως οι Τζόλε και Εμερσον έλεγαν “πάμε να προπονηθούμε”».

image

Για τον Τζιοβάνι μπορείς να μιλάς για ώρες….

«Χαίρομαι που τον βλέπω να είναι σ’ αυτήν τη φυσική κατάσταση τώρα. Αν ο Τζιοβάνi είχε το μυαλό που έχει τώρα, όταν έπαιζε ποδόσφαιρο, θα ήταν ο καλύτερος παίκτης του κόσμου. Ο Τζιοβάνι δεν ήταν ποτέ τεμπέλης. Πάντα έκανε προπόνηση κανονικά και τρελαινόταν – όπως και ‘γω – όταν σου έλεγε άλλα και έγραφες άλλα. Κάποιοι, για να το παίξουν μάγκες πάνε και λένε πράγματα που δεν ισχύουν για να δείξουν ότι ξέρουν κάτι παραπάνω, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτα. Όμως, αν ο Ζίο είχε το μυαλό που έχει στα 48 ίσως θα είχε 1-2 Χρυσές Μπάλες. Δεν θα έφευγε από την Μπαρτσελόνα ή αν έφευγε θα είχε πάει σε μια ομάδα ανάλογου επιπέδου».

Είστε κολλητοί. Τί θυμάσαι χαρακτηριστικά; Γνωρίζεστε από τη Σάντος…

«Στη Σάντος… Επιστρέφω από την εγχείρηση και πάω στα γραφεία. Εκεί ήταν κι ο Τζιοβάνι για να υπογράψει το συμβόλαιό του. Όμως, τον ήξερα από ένα ματς Ρέμο-Πορτουγκέζα. Μας είχε διαλύσει, παρόλο που είχαμε καταπληκτική ομάδα. Θυμάμαι ότι έλεγαν από την ομάδα μου: “Έχουν ένα 10άρι που είναι καλός αλλά αργός”. Μας διέλυσε, χάσαμε 5-2.

Αυτό που θυμάμαι από τη μέρα της υπογραφής του με την Σάντος, είναι η ηρεμία του ενώ περίμενε στον καναπέ. Είχε τελειώσει η προπόνηση και εγώ ανέβηκα στο γραφείο για να πάρω κάποιες δόσεις. Μου είπαν να πάω στις 16.00 το απόγευμα. Φεύγοντας τα είπαμε λίγο. Αυτό έγινε το πρωί στις 11. Όταν γύρισα στις 16.00, ο Τζιοβάνι ήταν στη θέση του ήρεμος. Είχε πάει να φάει ένα σάντουιτς μόνο όλο αυτό το διάστημα».

Γιατί περίμενε τόσες ώρες;

«Ίσως ήθελαν να του σπάσουν το τσαμπουκά. Μετά έγινε ο Τζιοβάνι που έγινε. Στη Σάντος είναι ο Πελέ, ο Νεϊμάρ κι ο Τζιοβάνι».

Με τον Σέμο τί είχε γίνει; Του είχε δώσει όντως τη Βίβλο;

«Στην επιστροφή του Τζιοβάνι πήγαμε να παίξουμε με τον Ηρακλή. Ο Σέμος ντρεπόταν, γιατί έγραφαν πα@π@ριές ότι θα τον χτυπήσει πάλι και διάφορά τέτοια. Ο Τζιοβάνι μού είπε τότε: “Λούτσι θα δώσω σ’ αυτό το παιδί μια Βίβλο”. Ο Σέμος ήταν φοβισμένος, νόμιζε ότι είχε κάτι μαζί του ο Ζίο. Ο Τζιοβάνι τού είπε: “Να ξέρεις ότι σ’ αγαπάω, δεν σε κατηγόρησα ούτε μία φορά. Ετυχε να ήσουν εσύ εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος. Μην ακούς κανέναν. Και τώρα, μετά από χρόνια, που συναντήθηκα με τον Σέμο στη σχολή προπονητών, ο Σέμος θυμόταν τα λόγια του Ζίο. Για μένα είμαστε όλοι οι ίδιοι. Στο νεκροταφείο υπάρχει κάποιος πιο πλούσιος;».

«Ο Τζιοβάνι δεν ήταν ποτέ τεμπέλης»

«Ο Ζίο ήθελε να φύγει από τον Ολυμπιακό, όταν έγραψαν ότι είχε σχέση με τραγουδίστρια»

Τη μέρα με το κλάμα του τη θυμάσαι;

«Ήμουν μέσα στο στούντιο και εγώ. Δεν ήθελα να μεταφράσω εγώ γιατί θα έκλαιγα μαζί του. Ετσι ζήτησα από τον Μαρσέλο να το κάνει».

Είναι «αδερφός» σου;

«Είναι παραπάνω από αδερφός μου. Εχουμε μια ξεχωριστή σχέση, ζήσαμε πολλά πράγματα. Ήμουν στο νοσοκομείο μαζί του όταν τραυματίστηκε, κοιμόμουν μαζί του. Τον θεωρώ παραπάνω από αδερφό γιατί αυτοί που δεν τον ξέρουν είναι και αυτοί που τον κατηγορούν. Ο Τζιοβάνι ήθελε να φύγει όταν έγραψαν ότι είχε σχέση με μια τραγουδίστρια. Είναι ένα πολύ ευαίσθητοι παιδί. Εκλαιγε τότε. Ετσι, όταν διάβασε ότι τα έχει με μια τραγουδίστρια, ήταν μία από τις πολύ λίγες φορές που τον είδα τόσο τσαντισμένο».

Για το ότι έλεγαν πως δεν τον ήθελε ο Μπάγεβιτς, είναι αλήθεια;

«Μπορεί… Ο Μπάγεβιτς είναι εγωιστής. Ο Τζιοβάνι δεν έλεγε τίποτα δημοσίως όμως. Όπως έκανε και με τον Φαν Χάαλ που δεν τον έβαζε στην Μπαρτσελόνα και έλεγε ότι είναι “πιο αργός από τη χελώνα”».

Ο Κόκκαλης τί άνθρωπος ήταν;

«Υπάρχουν κάποια άτομα που εγώ δεν μπορώ να τα ξεχάσω, γιατί με βοήθησαν πραγματικά, όπως ο κύριος Κόκκαλης, ο κύριος Μπάγεβιτς, ο κύριος Πανόπουλος… Αν δεν ήταν αυτός να πληρώσει για μένα, δεν θα είχα έρθει ποτέ στην Ελλάδα. Παρόλο που έχω μέσα μου στεναχώρια για κάποια πράγματα. Εκείνος πιστεύω ότι μ’ αγάπησε γιατί ήμουν ειλικρινής μαζί του».

Κάτι χαρακτηριστικό που θυμάσαι από τον Κόκκαλη;

«Όταν έβαλα το γκολ στη Λεωφόρο, με κάλεσε στο σπίτι του στην Εκάλη. Πήγα μαζί με τον κύριο Δουρέκα και πήρα μαζί μου και τον Ζίο. Λίγες μέρες πριν είχε πάει στη Βραζιλία και μου έφερε μια κασέτα με σάμπα».

Τί σου είπε;

«”Σου έφερα ένα δώρο για να σου πω συγχαρητήρια. Εχουμε και την εκκρεμότητα με το συμβόλαιό σου. Εχω ακούσει ότι σε έχει πλησιάσει ο Παναθηναϊκός, αλλά μην ακούς τίποτα, σύντομα θα το τελειώσουμε αυτό το θέμα. Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς νιώσαμε εμείς οι Ολυμπιακού μ’ αυτά που έγιναν στη Λεωφόρο”. Εγώ τον ευχαρίστησα».

Πανηγυρική φωτογραφία με Λουτσιάνο

Με το γκολ αυτό, μπήκες αιώνια στην καρδιά του κόσμου του Ολυμπιακού.

«Κοίτα να δεις… Εγώ παίρνω την αγάπη από τον κόσμο, αλλά ένιωσα ότι με τιμώρησαν από τον Ολυμπιακό. Ήμουν διακοπές σ’ ένα νησί στη Βραζιλία με τον Τζιοβάνι. Τότε με πήρε ο κύριος Λούβαρης και μου είπε να επιστρέψω για να υπογράψω το νέο μου συμβόλαιο. Γύρισα και με… άφησαν στο δρόμο. Αυτό είναι το μεγάλο μου παράπονο που έχω μέσα μου. Γιατί σε μένα αυτό το πράγμα;».

 

Σου είπαν ποτέ γιατί;

«Μου είπαν ότι είχαν θέμα με τις θέσεις ξένους, αλλά μετά πήγαν και πήραν με περισσότερα χρήματα τον Ρόμπερτς από τον Πανιώνιο. Οπότε αυτός δεν ήταν ο κανονικός λόγος. Ποτέ δεν μου εξηγήθηκε κανένας. Όταν έφυγα για τη Βραζιλία είχαμε συμφωνήσει για άλλα δύο χρόνια. Το λάθος μου ήταν που δεν υπέγραψα πριν φύγω διακοπές».

Και τί έκανες;

«Αν δεν ήταν ο Μπάγεβιτς ήμουν τελειωμένος. Όλοι ήξεραν ότι είχα υπογράψει με τον Ολυμπιακό. Μόλις έμαθε ο Μπάγεβιτς ότι έμεινα ελεύθερος, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: “Δεν με νοιάζει πόσα θέλεις, σε θέλω στην ομάδα μου”. Στην αρχή μάλιστα υπήρχε πρόβλημα με τον κύριο Καλαφάτη, αλλά ο Μπάγεβιτς το έλυσε το θέμα. Την άλλη μέρα συναντήθηκα με τον Μπατατούδη και λύθηκε η παρεξήγηση».

«Το μεγάλο μου παράπονο είναι ότι… με άφησαν στο δρόμο»

«Πώς να σε βοηθήσει η διαιτησία όταν νικάς 0-4 και 1-4;»

Τι έχεις να πεις στον κόσμο που λέει ότι ο Ολυμπιακός έπαιρνε τα πρωταθλήματα με τη διαιτησία;

«Στον Ολυμπιακό ήμασταν πάρα πολλοί παίκτες που όλοι θέλαμε να παίζαμε βασικοί. Όταν πηγαίναμε σε μια δύσκολη έδρα νικούσαμε 0-4, 1-4. Όλοι παίζαμε καλό ποδόσφαιρο. Θέλαμε να παίξουμε καλό ποδόσφαιρο. Πώς να σε βοηθήσει η διαιτησία;».

Ως αντίπαλος του Ολυμπιακού ένιωσες ότι αδικήθηκες;

«Όχι. Εχω ακούσει τόσα πράγματα, που πιστεύω ότι γίνονται στο ελληνικό ποδόσφαιρο αλλά εγώ προσωπικά δεν έχω δώσει το παραμικρό δικαίωμα να σκεφτεί κάποιος για μένα το οτιδήποτε. Ποτέ δεν μπήκα σ’ ένα γήπεδο και σκέφτηκα: “αυτοί είναι τρύπιοι”. Πάντα ήθελα να παίζω για να διαλύσω τον αντίπαλο. Μετά που σταμάτησα την μπάλα άκουσα τόσα…».

Ποια είναι η διαφορά του Ολυμπιακού και του ΠΑΟΚ σε νοοτροπία;

«Ο ΠΑΟΚ τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει δυναμικότητα. Το οικονομικό είναι πολύ σημαντικό. Οι δύο ομάδες το χαλάνε στην κόντρα εκτός γηπέδων και στην ουσία επηρεάζουν και το αγωνιστικό. Στο ποδόσφαιρο κερδίζεις μέσα στο γήπεδο. Στη δική μου εποχή, για παράδειγμα, ο ΠΑΟΚ ήταν στη μαύρη εποχή. Ο Ολυμπιακός απέδειξε ότι ήταν καλύτερος. Χάνουμε την ουσία κι η ουσία είναι το γήπεδο. Όλο λένε, λένε και όταν μπαίνουν στο γήπεδο τρώνε τρία γκολ. Και εσύ μπορείς να γράφεις κάθε μέρα “ο Λουτσιάνο είναι ο καλύτερος παίκτης” και να μην είμαι. Θα εκτεθείς».

Λουτσιάνο και Τζιοβάνι

Τί είναι αυτό που έχει γραφτεί και σε πειράξει πιο πολύ;

«Εχουν γράψει διάφορα… Όταν τελείωσε ο τελικός Kυπέλλου με τον Παναθηναϊκό, δεν είπε κανένας ότι ο Λουτσιάνο προσπάθησε να παίξει. Και όταν ανεβήκαμε στην εξέδρα για την απονομή, είπαν ότι δεν χαιρετήσαμε τον Κόκκαλη. Τώρα που είμαι προπονητής, υπάρχουν κάποια πράγματα που μου αρέσει να κάνω και δεν θα τα κόψω ακόμα κι αν γίνω προπονητής της Μπαρτσελόνα. Μ’ αρέσει να μαγειρεύω, να χορέψω με τη γυναίκα μου σε μια ακαδημία χορού, μ’ αρέσει να κάνω BBQ για τους φίλους μου. Δεν μ’ αρέσει, όμως, να γράφουν ότι ο “Λουτσιάνο είναι καλός ψήστης κι όχι καλός προπονητής” ή ότι “ψήνει για τον πρόεδρο”. Δεν ξέρω γιατί το κάνουν. Να με κρίνουν για τη δουλειά μου, να το κάνουν. Σέβομαι τη δουλειά του καθενός. Δεν μ’ αρέσει να γράφουν π@π@ριες. Την αλήθεια και την κριτική τη σέβομαι. Αλλά οι μ@λ@κιες αυτές με… βγάζουν από τα ρούχα μου».

image

Τί κρατάς από την τεράστια καριέρα που έχεις κάνει;

«Είναι ευλογία για έναν ποδοσφαιριστή να παίξει στο Champions League. Δεν πλήρωσα κανέναν για να παίξω. Άξιζα και έπαιξα. Ανατριχιάζω μέχρι και σήμερα όταν ακούω τον ύμνο του Champions League. Ο γιος μου, ο Λούκας, ίσως να ήταν σήμερα καλύτερος παίκτης από μένα, αλλά κουβαλούσε το όνομα… Κάποια στιγμή όταν ήταν 15 χρονών είχα μιλήσει με κάποιον που ήταν στον Ολυμπιακού υπεύθυνος στην Ακαδημία. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Εκείνος μου είπε ότι θα με έπαιρνε ο Αμανατίδης. Πέρασαν 10 μέρες, δεν με πήρε και τον κάλεσα εγώ.

Ο Γιώργος χωρίς να τον δει μου είπε ότι δεν χρειάζονται παίκτη σε αυτήν τη θέση. Αυτό πρέπει να έγινε πριν από 8-9 χρόνια. Δεν περίμενα να ακούσω τέτοιο πράγμα από τον Γιώργο. “Ρε μ@λ@κ@ από σένα;”, του είπα. Δεν λέω να παίξει χωρίς να αξίζει. Ήθελα απλά να τον δουν, αλλά δεν με πήραν ποτέ. Στεναχωρήθηκα. Πήγε ο γιος μου δοκίμασε σε Β’ και Γ’ εθνική. Του είπαν “δεν είσαι σαν τον μπαμπά σου” και το παιδί το άφησε. Σήμερα ασχολείται με το τραγούδι. Είναι o Mc Daddy, βρήκε την κλίση του.

Θα ήθελα να ξέρω τί γίνεται μέσα στην ομάδα κι αν έχουν κάτι στην ομάδα με τον Λουτσιάνο. Δεν λέω για τον κόσμο… Για παράδειγμα δεν έχουν στο Καραϊσκάκη ούτε μια φωτογραφία μου, ενώ έχουν άλλων που έχουν δημιουργήσει και θέματα εναντίον της ομάδας. Σίγουρα κάποιος έχει κακή εικόνα για μένα. Εγώ δεν θα πω ψέματα, δεν θα πω ότι είμαι Ολυμπιακός. Γεννήθηκα στη Βραζιλία, είμαι Βάσκο ντα Γκάμα όπως κι ο πατέρας μου. Πιστεύω ότι κάποιος στον Ολυμπιακό έχει κάτι εναντίον μου, αν και εγώ βοήθησα την ομάδα. Όχι μόνο αγωνιστικά. Και στο θέμα του Τζιοβάνι… αν δεν ήμουν εγώ μπορεί ο Ζίο να μην ήταν αυτός που ήταν, γιατί μόνο μαζί δεν κοιμόμασταν. »

«Από σένα ρε μ@λ@κ@ Γιώργο;»

«Είναι μπούρδες ότι ο Παναιτωλικός ανήκει αλλού»

Σήμερα είσαι στον Παναιτωλικό.

«Όταν έφυγα από την Ξάνθη, ο κύριος Μπελεβώνης με ήθελε για βοηθό του κύριου Χάβου και έτσι είμαι στην ομάδα περνώντας από διάφορα πόστα. Είναι μπούρδες όσα λέγονται για το ότι αυτή η ομάδα ανήκει από δω και από εκεί. Ο κύριος Κωστούλας έχει κάνει τρομερά πράγματα για την ομάδα και την πόλη και στεναχωριέμαι που βλέπω τέτοιους ανθρώπους να θέλουν να φύγουν από το ποδόσφαιρο. Πρόκειται για μια πολύ σωστή ομάδα. Μετά θα καταλάβουν πόσο σημαντικοί είναι αυτοί οι άνθρωποι για το ποδόσφαιρο.

Εύχομαι ο κύριος Κωστούλας να μείνει για πολλά χρόνια στο ελληνικό ποδόσφαιρο και στον Παναιτωλικό. Μακάρι να βρεθούν κι άλλοι τέτοιοι άνθρωποι. Τώρα είμαι τρία χρόνια στην ομάδα και χαίρομαι πάρα πολύ γι’ αυτό».

Πώς σε φαντάζεσαι στο μέλλον;

«Εχω κάνει το… αγροτικό μου – με κάθε σεβασμό σε όσες ομάδες δούλεψα. Εχω κάτσει δίπλα σε προπονητές πρωταθλητές και τώρα είναι η ώρα για να δώσω συνέχεια σε όσα ονειρεύομαι. Εγινα προπονητής γιατί με τραβάει η καθημερινότητα μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Θέλω να στεναχωριέμαι και να χαίρομαι μέσα στα γήπεδα. Θα μπορούσα να είμαι και μάνατζερ. Ξέρω πια τί μπορώ να προσφέρω. Το μόνο που δεν θα κάνω είναι να σηκώσω το τηλέφωνο και να ζητήσω να με πάρουν κάπου».